καταμπλέκω

καταμπλέκω
1. μπερδεύω κάτι τελείως
2. κάνω κάτι πολύ περίπλοκο («κατάμπεξες τήν υπόθεση»)
3. μπλέκω κάποιον ή κάτι σε μια δυσάρεστη και επιζήμια ύπόθεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατεμπλέκω — και καταμπλέκω (Μ) 1. κατηγορώ, συκοφαντώ 2. ενοχοποιώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”